- τρικλίνιο
- το / τρικλίνιον, ΝΑ [τρίκλινος](στην αρχ.) αίθουσα φαγητού τών Ρωμαίων, στην οποία υπήρχαν τρεις κλίνες, όπου ξάπλωναν οι συνδαιτημόνες κατά την ελληνική συνήθεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σίγμα — το, ΝΜΑ, και σῑγμα ΜΑ, και σῑμμα Α άκλ. το δέκατο όγδοο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου («κάμηλος κεχαραγμένος ἐπὶ τῷ δεξιῷ μηρῷ... σίγμα», πάπ.) νεοελλ. 1. βιολ. α) υπομονάδα τής βακτηριακής πολυμερασης RNΑ, η οποία υπεισέρχεται στην αναγνώριση… … Dictionary of Greek
τρίκλινος — η, ο / τρίκλινος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τρεις κλίνες (α. «δεν υπήρχαν τρίκλινα δωμάτια στο ξενοδοχείο» β. «θαλάμους δὲ τρεῑς εἶχε τρικλίνους», Αθην.) 2. το ουδ. ως ουσ. το τρίκλινο(ν) (στους Ρωμαίους) α) το τρικλίνιο β) το τραπέζι φαγητού… … Dictionary of Greek
τρίκλινο — τρίκλινο, το και τρίκλινος, ο και τρικλίνιο, το 1. τραπέζι φαγητού με τρία κρεβάτια γύρω (στα ρωμαϊκά συμπόσια). 2. η αίθουσα των ρωμαϊκών συμποσίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)